σάρκινος

σάρκινος
σάρκινος
of
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σάρκινος — η, ο / σάρκινος, ίνη, ον, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από σάρκα ή ο όμοιος με σάρκα, ο σαρκώδης («καὶ τὸ μὲν διφυὲς τοῡ στόματος παρίσθμιον, τὸ δὲ πολυφυὲς οὖλον σάρκινα δὲ ταῡτα», Αριστοτ.) μσν. φρ. «σάρκινος ἤτοι γυργαθός» πιθ. καλάθι, σαργάνη*… …   Dictionary of Greek

  • σαρκίνων — σάρκινος of fem gen pl σάρκινος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίνως — σάρκινος of adverbial σάρκινος of masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρκινον — σάρκινος of masc acc sg σάρκινος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίναις — σάρκινος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίνη — σάρκινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίνην — σάρκινος of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίνης — σάρκινος of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίνοις — σάρκινος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίνου — σάρκινος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”